θεσιθηρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θεσιθηρώ < θεσιθήρας +

θεσιθηρώ

  • επιδιώκω χωρίς αρχές την κατάληψη θέσεων για να αποκτήσω ισχύ ή πλούτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]