θεότρεπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]θεότρεπτος, -ος, -ον
- αυτός που έχει μεταβληθεί από θεό ή θεούς
- ο κατευθυνόμενος από θεό, ή θεούς