θηραϊκή γη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θηραϊκή γη < → δείτε τη λέξη θηραϊκή, θηλυκό του θηραϊκός & γη, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική Santorin earth[1] Δείτε και τη γαλλική terre de Santorin[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θiɾaiˈci ˈʝi/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
θηραϊκή γη θηλυκό στον ενικό
- (γεωλογία) είδος χώματος, φυσική ποζολάνη ηφαιστειογενούς προέλευσης, που χρησιμοποιείται κυρίως ως μονωτικό υλικό· στην Ελλάδα υπάρχει στη Θήρα (τη Σαντορίνη), στην Ιταλία, στον Βεζούβιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- pozzolana (Santorin earth) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θηραϊκή γη
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ θηραϊκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ θηραϊκός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)