θριψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Θρύπες ή θυσανόπτερα, όπως είναι γνωστό συο κόσμο της εντομολογίας και φυτοπαθολογίας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θριψ < αρχαία ελληνική θρίψ, πληθ. θρίπες

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θριψ θηλυκό

φυτοπαθ. έντομο που μολύνει διάφορες καλλιέργειες και ιδιαίτερα τη πιπεριά ακόμα και αυτοφυή φυτά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]