ιεραρχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιεραρχώ < ιεραρχία + -ώ < (ελληνιστική κοινή) ἱεραρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hiérarchiser < hiérarchie < (ελληνιστική κοινή) ἱεραρχία)
Ρήμα[επεξεργασία]
ιεραρχώ (παθητική φωνή: ιεραρχούμαι)
- κατατάσσω έναν αριθμό στοιχείων σε μια σειρά από το ανώτερο προς το κατώτερο ή από το σπουδαιότερο προς το λιγότερο σημαντικό
- πρέπει να ιεραρχήσουμε τους στόχους μας
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιεραρχώ | ιεραρχούσα | θα ιεραρχώ | να ιεραρχώ | ιεραρχώντας | |
β' ενικ. | ιεραρχείς | ιεραρχούσες | θα ιεραρχείς | να ιεραρχείς | (ιεράρχει) | |
γ' ενικ. | ιεραρχεί | ιεραρχούσε | θα ιεραρχεί | να ιεραρχεί | ||
α' πληθ. | ιεραρχούμε | ιεραρχούσαμε | θα ιεραρχούμε | να ιεραρχούμε | ||
β' πληθ. | ιεραρχείτε | ιεραρχούσατε | θα ιεραρχείτε | να ιεραρχείτε | ιεραρχείτε | |
γ' πληθ. | ιεραρχούν(ε) | ιεραρχούσαν(ε) | θα ιεραρχούν(ε) | να ιεραρχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιεράρχησα | θα ιεραρχήσω | να ιεραρχήσω | ιεραρχήσει | ||
β' ενικ. | ιεράρχησες | θα ιεραρχήσεις | να ιεραρχήσεις | ιεράρχησε | ||
γ' ενικ. | ιεράρχησε | θα ιεραρχήσει | να ιεραρχήσει | |||
α' πληθ. | ιεραρχήσαμε | θα ιεραρχήσουμε | να ιεραρχήσουμε | |||
β' πληθ. | ιεραρχήσατε | θα ιεραρχήσετε | να ιεραρχήσετε | ιεραρχήστε | ||
γ' πληθ. | ιεράρχησαν ιεραρχήσαν(ε) |
θα ιεραρχήσουν(ε) | να ιεραρχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιεραρχήσει | είχα ιεραρχήσει | θα έχω ιεραρχήσει | να έχω ιεραρχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιεραρχήσει | είχες ιεραρχήσει | θα έχεις ιεραρχήσει | να έχεις ιεραρχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ιεραρχήσει | είχε ιεραρχήσει | θα έχει ιεραρχήσει | να έχει ιεραρχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιεραρχήσει | είχαμε ιεραρχήσει | θα έχουμε ιεραρχήσει | να έχουμε ιεραρχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιεραρχήσει | είχατε ιεραρχήσει | θα έχετε ιεραρχήσει | να έχετε ιεραρχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ιεραρχήσει | είχαν ιεραρχήσει | θα έχουν ιεραρχήσει | να έχουν ιεραρχήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιεραρχώ