ινούπιακ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ινούπιακ < (μεταγραφή) αγγλική Inupiaq

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ινούπιακ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]