κάραβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάραβος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάραβος αρσενικό

  1. κερασφόρος κάνθαρος (κεράμβυξ)
  2. καραβίδα
  3. πλοίο, καράβι