καθάπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθάπτω < αρχαία ελληνική καθάπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
καθάπτω (παθητική φωνή: καθάπτομαι)
καθάπτω (παθητική φωνή: καθάπτομαι)