καλλίπαις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλλίπαις < καλλί- + παῖς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλλίπαις αρσενικό ή θηλυκό

  • που έχει όμορφα παιδιά

Πηγές[επεξεργασία]