καλολέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλολέω < μεσαιωνική ελληνική καλολέγω < αρχαία ελληνική καλός + λέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

καλολέω (παθητική φωνή: καλολέγομαι)

  1. διηγούμαι με ακρίβεια και πιστότητα
  2. ολοκληρώνω ό,τι έχω να πω
    Δεν πρόφτασε να καλοειπεί αυτό που ήθελε και χτύπησε το κουδούνι.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]