καλύπτρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλύπτρη θηλυκό
- ιωνικός τύπος του καλύπτρα
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 544 (στίχοι 544-545)
- περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ | καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην.
- ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη | ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ | καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 544 (στίχοι 544-545)