καμτσικίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμτσικίζω < καμτσίκ(ι) + -ίζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kam.t͡siˈci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμ‐τσι‐κί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καμτσικίζω (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]