κανάκεψα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κανάκεψα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κανακεύω