καρυκεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καρυκεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καρυκεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καρυκεύω
  3. θα καρυκεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καρυκεύω