καταγλαΐζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταγλαΐζω < ελληνιστική κοινή καταγαλαΐζω < κατα- + αρχαία ελληνική ἀγλαΐζω < ἀγλαός
Ρήμα[επεξεργασία]
καταγλαΐζω (παθητική φωνή: καταγλαΐζομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταγλαΐζω
|