καταϊδρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
καταϊδρώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταϊδρώνω | καταΐδρωνα | θα καταϊδρώνω | να καταϊδρώνω | καταϊδρώνοντας | |
β' ενικ. | καταϊδρώνεις | καταΐδρωνες | θα καταϊδρώνεις | να καταϊδρώνεις | καταΐδρωνε | |
γ' ενικ. | καταϊδρώνει | καταΐδρωνε | θα καταϊδρώνει | να καταϊδρώνει | ||
α' πληθ. | καταϊδρώνουμε | καταϊδρώναμε | θα καταϊδρώνουμε | να καταϊδρώνουμε | ||
β' πληθ. | καταϊδρώνετε | καταϊδρώνατε | θα καταϊδρώνετε | να καταϊδρώνετε | καταϊδρώνετε | |
γ' πληθ. | καταϊδρώνουν(ε) | καταΐδρωναν καταϊδρώναν(ε) |
θα καταϊδρώνουν(ε) | να καταϊδρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταΐδρωσα | θα καταϊδρώσω | να καταϊδρώσω | καταϊδρώσει | ||
β' ενικ. | καταΐδρωσες | θα καταϊδρώσεις | να καταϊδρώσεις | καταΐδρωσε | ||
γ' ενικ. | καταΐδρωσε | θα καταϊδρώσει | να καταϊδρώσει | |||
α' πληθ. | καταϊδρώσαμε | θα καταϊδρώσουμε | να καταϊδρώσουμε | |||
β' πληθ. | καταϊδρώσατε | θα καταϊδρώσετε | να καταϊδρώσετε | καταϊδρώστε | ||
γ' πληθ. | καταΐδρωσαν καταϊδρώσαν(ε) |
θα καταϊδρώσουν(ε) | να καταϊδρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταϊδρώσει | είχα καταϊδρώσει | θα έχω καταϊδρώσει | να έχω καταϊδρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταϊδρώσει | είχες καταϊδρώσει | θα έχεις καταϊδρώσει | να έχεις καταϊδρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταϊδρώσει | είχε καταϊδρώσει | θα έχει καταϊδρώσει | να έχει καταϊδρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταϊδρώσει | είχαμε καταϊδρώσει | θα έχουμε καταϊδρώσει | να έχουμε καταϊδρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταϊδρώσει | είχατε καταϊδρώσει | θα έχετε καταϊδρώσει | να έχετε καταϊδρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταϊδρώσει | είχαν καταϊδρώσει | θα έχουν καταϊδρώσει | να έχουν καταϊδρώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταϊδρώνω
|