κατόρθωμαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατόρθωμαν < κατόρθω(μα) + -μαν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατόρθωμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατόρθωμαν ουδέτερο
- άλλη μορφή του κατόρθωμα