κιούμελ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιούμελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kümmel
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιούμελ ουδέτερο, άκλιτο
- (φυτό) το αγριοκύμινο (καθώς και το μπαχαρικό που φτιάχνεται από τους καρπούς/σπόρους του)
- (ποτό) είδος λικέρ[1] από τη Γερμανία, με άρωμα αγριοκύμινου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιούμελ (φυτό - μπαχαρικό)
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 288.