κλειδώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλειδώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος κλειδώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κλειδώνομαι

  1. με κλειδώνουν
  2. κλειδώνω τον εαυτό μου μέσα σε ένα χώρο, είτε εκούσια είτε ακούσια
  3. κλειδώνομαι απ' έξω: δεν μπορώ να μπω σε έναν κλειδωμένο χώρο επειδή ξέχασα τα κλειδιά
    • δεν μπορώ να μπω σε έναν λογαριασμό υπολογιστή επειδή ξέχασα τον κωδικό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]