ξεκλειδώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεκλειδώνομαι, π.αόρ.: ξεκλειδώθηκα, μτχ.π.π.: ξεκλειδωμένος, (ενεργ.: ξεκλειδώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος ξεκλειδώνω → δείτε και την κλίση