κλεινόν άστυ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κλεινόν άστυ και κλειναί Ἀθῆναι
- η Αθήνα (η πόλη των Αθηνών)
- Οι παραθεριστές επιστρέφουν στο κλεινόν άστυ.