κοιτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιτώ < κοιτ(άζω) + μεταπλασμός σε -ώ
Ρήμα[επεξεργασία]
κοιτώ
- άλλη μορφή του κοιτάω & κοιτάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοιτώ
|