κομποδένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κομποδένω
- δένω τις άκρες σχοινιού φτιάχνοντας έναν κόμπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κομπόδεμα
- κομποδεμένος
- κομπόδεση
- → δείτε τις λέξεις κόμπος και δένω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομποδένω
|