κοντρόλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντρόλ < γαλλ. contrôle
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντρόλ ουδέτερο άκλιτο
- ο έλεγχος, ο καθορισμός των ενεργειών κάποιας κατάστασης ή αντικειμένου
- το μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο
- (κατ’ επέκταση) το δωμάτιο ή ο χώρος με τα μηχανήματα τα οποία χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντρόλ
|