κοντρόλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοντρόλ < γαλλ. contrôle
κοντρόλ τηλεοπτικού καναλιού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοντρόλ ουδέτερο άκλιτο

  1. ο έλεγχος, ο καθορισμός των ενεργειών κάποιας κατάστασης ή αντικειμένου
  2. το μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο
  3. (κατ’ επέκταση) το δωμάτιο ή ο χώρος με τα μηχανήματα τα οποία χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]