κουράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουράς θηλυκό, γενική: κουράδος

  1. οροφή
  2. τοιχογραφία σε οροφή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]