κρακόβιακ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρακόβιακ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Κρακόβιακ (ως επώνυμο)
κρακόβιακ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο