κρεασιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεασιόν < γαλλική création

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεασιόν ουδέτερο άκλιτο

Δεν είναι λίγοι αυτοί που περιμένουν με ανυπομονησία τις καινούριες "κρεασιόν" στο χώρο του αυτοκινήτου από την Toyota.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]