κριματίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κριματίζομαι, π.αόρ.: κριματίστηκα, μτχ.π.π.: κριματισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος κριματίζω
κριματίζομαι, π.αόρ.: κριματίστηκα, μτχ.π.π.: κριματισμένος