κρούτσου κρούτσου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρούτσου κρούτσου : (ηχομιμητική λέξη) → δείτε τη λέξη κρατς
Έκφραση[επεξεργασία]
κρούτσου κρούτσου
- λέγεται για οποιονδήποτε ενοχλητικό ήχο επαναλαμβανόμενο, όπως μάσημα ξηρών καρπών, πατατάκια κ.λπ.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρούτσου κρούτσου