κυκλάμινον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυκλάμινον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κυκλάμινος (θηλυκό ή αρσενικό) με μεταπλασμό σε ουδέτερο, όπως τα ονόματα άλλων λουλουδιών[1] < → δείτε  αρχαία ελληνική κύκλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυκλάμινον ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]