κυκλάμινον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυκλάμινον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κυκλάμινος (θηλυκό ή αρσενικό) με μεταπλασμό σε ουδέτερο, όπως τα ονόματα άλλων λουλουδιών[1] < → δείτε αρχαία ελληνική κύκλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυκλάμινον ουδέτερο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κυκλάμινο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- κυκλάμινον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λουλούδια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Φυτά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)