κυναίλουρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυναίλουρος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο γατόπαρδος ή τσίτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυναίλουρος
|