κυριολεχτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυριολεχτώ < κυριολεκτώ < (ελληνιστική κοινήκυριολεκτέω / κυριολεκτῶ < αρχαία ελληνική κύριος + λέγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.ɾi.o.leˈxto/

Ρήμα[επεξεργασία]

κυριολεχτώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]