κόβω βόλτες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόβω βόλτες, < → δείτε τις λέξεις κόβω και βόλτα.

Έκφραση[επεξεργασία]

κόβω βόλτες

  • περιτριγυρίζω σ΄ ένα σημείο παρακολουθώντας, ή περιμένοντας κάτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]