κόβω λάσπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κόβω λάσπη
- απομακρύνομαι κρυφά, το σκάω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόβω λάσπη
|
κόβω λάσπη
|