κόκκυ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόκκυ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόκκυ ουδέτερο άκλιτο

  1. το κούκου, η κραυγή του κούκου

Επιφώνημα[επεξεργασία]

κόκκυ

  1. γρήγορα