λαγνοκοιτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

λαγνοκοιτώ < λαγνεία + κοιτώ

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ρήμα[επεξεργασία]

λαγνοκοιτώ (el)

  • κοιτώ λάγνα
κοιτώ με ερωτικό πόθο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

λαγνοκοιτώ (el)