λιακό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιακό < λιακωτό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιακό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του λιακωτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιακό
|