λογικέψω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

λογικέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λογικεύω
  2. θα λογικέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λογικεύω