λογικεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογικεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λογικεύομαι και λόγιος σχηματισμός ενεργητικού λογικεύω[1] < αρχαία ελληνική λογικός < λόγος < λέγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lo.ʝiˈce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐γι‐κεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

λογικεύω, αόρ.: λογίκεψα, παθ.φωνή: λογικεύομαι, π.αόρ.: λογικεύτηκα, μτχ.π.π.: λογικευμένος/λογικεμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]