λούννω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λούννω < → δείτε  αρχαία ελληνική λούω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlu.nːo/

Ρήμα[επεξεργασία]

λούννω (παθητική φωνή: λούννουμαι)

  1. (κυπριακά) (μεταβατικό) πλένω κάτι έμψυχο, κυρίως άνθρωπο ή ζώο
  2. (κυπριακά) (μεταβατικό) (μεταφορικά) βρέχω πάρα πολύ κάποιον, μουσκεύω κάποιον

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)