λυπεῖ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]λυπεῖ
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του λυπέω - λυπῶ
- β΄ πρόσωπο ενικού, συνηρημένο, οριστικής ενεστώτα του λυπέομαι - λυποῦμαι (ασυναίρετο λυπέει ή λυπέῃ)