λυπέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυπέω < λύπη

Ρήμα[επεξεργασία]

λυπέω -λυπῶ

  1. προκαλώ θλίψη, λύπη, στενοχωρώ
    • καίτοι σε ζηλοῦν ἔχω, ὁθούν εκ᾽ οὐδὲν τῶν δ᾽ ἐπαισθάνει κακῶν: ἐν τῷ φρονεῖν γὰρ μηδὲν ἥδιστος βίος, τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ κάρτ᾽ ἀνώδυνον κακόν, ἕως τὸ χαίρειν καὶ τὸ λυπεῖσθαι μάθῃς. (: και τώρα πάει να σε ζηλεύω όπου κανέν' απ' τα κακά τούτα δε νιώθεις, είναι γλυκειά η ζωή όταν δεν αισθάνεσαι, γιατι το να μη νιώθεις είναι ανώδυνο κακό, ώσπου να μάθεις να χαίρεσαι και να λυπάσαι Σοφοκλ. Αίας 555)
    • ἄγαν γε λυπεῖς
    • ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη
  2. ενοχλώ, προκαλώ δυσφορία
    • λέγεις, ἔφη, ἁρμόττειν οὐ τοὺς ἀκριβεῖς <θώρακας>, ἀλλὰ τοὺς μὴ λυποῦντας ἐν τῇ χρείᾳ (:λες ότι εκείνοι που καλά ταιριάζουν δεν είναι οι εφαρμοστοί, αλλά εκείνοι που όταν τους χρησιμοποιεί <ο πολεμιστής> δεν ενοχλούν)
  3. παρενοχλώ, ταράζω, βλάπτω (συνήθως στη στρατιωτική ορολογία)
    • ἡ μέντοι ἵππος ἡ Μαρδονίου αἰεὶ προσέκειτό τε καὶ ἐλύπεε τοὺς Ἕλληνας (:το ιππικό του Μαρδόνιου διαρκώς πλησίαζε και παρενοχλούσε τους Έλληνες)
    • λῃσταὶ . . τήν Λακωνικὴν ἧσσον ἐλύπουν
  4. παθητικό, λυπέομαι - λυποῦμαι : νιώθω στενοχώρια, θλίψη, πονώ θλίβομαι.
  5. μέσο (και αναλυτικά) : "λυπῶ ἐμαυτόν". Το μέσο και παθητικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • οὐδένα λυπήσας ή οὐδένα λυπήσασα : συνηθισμένη φράση για επικήδειους, όπως σήμερα το "ήταν καλός άνθρωπος"

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή Μέση-Παθητική Φωνή
Ενεστώτας λυπέω-λυπῶ λυπέομαι-λυποῦμαι
Παρατατικός ἐλύπουν ἐλυπούμην
Μέλλοντας λυπήσω λυπήσομαι (παθητ.) λυπηθήσομαι
Αόριστος ἐλύπησα ἐλυπήθην
Παρακείμενος λελύπηκα λελύπημαι
Υπερσυντέλικος
Παρατηρήσεις ο παθητικός αόριστος ως μέσος