λόγια μεσαιωνική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λόγια μεσαιωνική < λόγια, θηλυκό του λόγιος & μεσαιωνική (εννοείται: γλώσσα), και ειδικότερα, ελληνική γλώσσα, τα μεσαιωνικά ελληνικά)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈloʝia meseoniˈci/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]λόγια μεσαιωνική θηλυκό
- (γλωσσολογία) η λόγια γλώσσα συγγραφέων της μεσαιωνικής περιόδου σε αντιδιαστολή με τη δημώδη της εποχής τους
- (ειδικότερα, για τα ελληνικά) η λόγια ελληνική γλώσσα που χρησιμοποίησαν συγγραφείς της μεσαιωνικής περιόδου (ιδίως από τον 6ο ως τον 10ο αιώνα, αλλά και αργότερα)· είτε αρχαία ελληνικά (ακόμη και την αττική διάλεκτο) είτε, πιο συχνά, την ελληνιστική κοινή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λόγια μεσαιωνική
→ δείτε τους όρους λόγιος και μεσαιωνικά ελληνικά |