μαθέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαθέ < μαθές < αβέβαιης ετυμολογίας, με μια θεωρία να το αποδίδει στο "μαθώς" (<μαθών)

Επίρρημα[επεξεργασία]

μαθέ

  • (λαϊκότροπο και παρωχημένο) βεβαίως, ως γνωστόν, λοιπόν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]