μαξιλάριν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαξιλάριν < (άμεσο δάνειο) λατινική maxillaris (του σαγουνιού) < maxilla (σαγόνι) < mala (σαγόνι, μάγουλο)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ ποντιακά: μαξιλάριν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαξιλάριν ουδέτερο
- το μαξιλάρι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μαξελάρι ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: μαξελάρι (ιδιωματικό)
- μαξελάριν
- μαξιλάρι ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: μαξιλάρι
- μαξιλάριον
- μαξιλλάριον (με δύο λάμδα, όπως στα λατινικά)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μαξιλάριν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- μαξελάριν - LBG, μαξιλ(λ)άριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαξιλάριν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαξιλάριν < λατινική maxillaris (του σαγουνιού) < maxilla (σαγόνι) < mala (σαγόνι, μάγουλο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαξιλάριν ουδέτερο
- το μαξιλάρι
Πηγές[επεξεργασία]
- μαξιλάριν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (ποντιακά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (ποντιακά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ποντιακά)
- Ποντιακά
- Ουσιαστικά (ποντιακά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)