μαξιλάριν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαξιλάριν < (άμεσο δάνειο) λατινική maxillaris (του σαγουνιού) < maxilla (σαγόνι) < mala (σαγόνι, μάγουλο)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ποντιακά: μαξιλάριν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαξιλάριν ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαξιλάριν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαξιλάριν < λατινική maxillaris (του σαγουνιού) < maxilla (σαγόνι) < mala (σαγόνι, μάγουλο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαξιλάριν ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]