μεγαλώνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
μεγαλώνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μεγαλώνω
- ↪ Μεγαλώνοντας άλλαξε πολύ η φυσιογνωμία του.
- ↪ Ξανοιχτηκε πολύ μεγαλώνοντας την επιχείρησή του.