μεταχειρίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταχειρίζομαι < αρχαία ελληνική μεταχειρίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος μεταχειρίζω < μετά + χειρίζω < χείρ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ta.çiˈɾi.zo.me/
Ρήμα
[επεξεργασία]μεταχειρίζομαι (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αμεταχείριστος
- ευκολομεταχείριστος
- ευμεταχείριστος
- κακομεταχειρίζομαι
- κακομεταχείριση
- μεταχείριση
- μεταχειρισμένος
- → δείτε τις λέξεις μετά, χειρίζομαι και χέρι
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταχειρίζομαι | μεταχειριζόμουν(α) | θα μεταχειρίζομαι | να μεταχειρίζομαι | ||
β' ενικ. | μεταχειρίζεσαι | μεταχειριζόσουν(α) | θα μεταχειρίζεσαι | να μεταχειρίζεσαι | (μεταχειρίζου) | |
γ' ενικ. | μεταχειρίζεται | μεταχειριζόταν(ε) | θα μεταχειρίζεται | να μεταχειρίζεται | ||
α' πληθ. | μεταχειριζόμαστε | μεταχειριζόμαστε μεταχειριζόμασταν |
θα μεταχειριζόμαστε | να μεταχειριζόμαστε | ||
β' πληθ. | μεταχειρίζεστε | μεταχειριζόσαστε μεταχειριζόσασταν |
θα μεταχειρίζεστε | να μεταχειρίζεστε | (μεταχειρίζεστε) | |
γ' πληθ. | μεταχειρίζονται | μεταχειρίζονταν μεταχειριζόντουσαν |
θα μεταχειρίζονται | να μεταχειρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταχειρίστηκα | θα μεταχειριστώ | να μεταχειριστώ | μεταχειριστεί | ||
β' ενικ. | μεταχειρίστηκες | θα μεταχειριστείς | να μεταχειριστείς | μεταχειρίσου | ||
γ' ενικ. | μεταχειρίστηκε | θα μεταχειριστεί | να μεταχειριστεί | |||
α' πληθ. | μεταχειριστήκαμε | θα μεταχειριστούμε | να μεταχειριστούμε | |||
β' πληθ. | μεταχειριστήκατε | θα μεταχειριστείτε | να μεταχειριστείτε | μεταχειριστείτε | ||
γ' πληθ. | μεταχειρίστηκαν μεταχειριστήκαν(ε) |
θα μεταχειριστούν(ε) | να μεταχειριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μεταχειριστεί | είχα μεταχειριστεί | θα έχω μεταχειριστεί | να έχω μεταχειριστεί | μεταχειρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις μεταχειριστεί | είχες μεταχειριστεί | θα έχεις μεταχειριστεί | να έχεις μεταχειριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μεταχειριστεί | είχε μεταχειριστεί | θα έχει μεταχειριστεί | να έχει μεταχειριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταχειριστεί | είχαμε μεταχειριστεί | θα έχουμε μεταχειριστεί | να έχουμε μεταχειριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μεταχειριστεί | είχατε μεταχειριστεί | θα έχετε μεταχειριστεί | να έχετε μεταχειριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταχειριστεί | είχαν μεταχειριστεί | θα έχουν μεταχειριστεί | να έχουν μεταχειριστεί |