μετεγχειρητικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετεγχειρητικά < μετεγχειρητικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

μετεγχειρητικά

  1. μετά την εγχείρηση
    ο ασθενής μετεγχειρητικά παρουσίασε πυρετό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]