μετρίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετρίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετρίως. Συγχρονικά αναλύεται σε μέτρι(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

μετρίως

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετρίως < μέτρι(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

μετρίως, συγκριτικός: μετριώτερον/μετριωτέρως, υπερθετικός:  μετριώτατα

Πηγές[επεξεργασία]