μηδενική ανοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηδενική ανοχή < μηδενική + ανοχή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική zero tolerance)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μηδενική ανοχή
- η αυστηρή και χωρίς παρεκκλίσεις ή εκπτώσεις εφαρμογή των νόμων και η επιβολή αυστηρών ποινών, ακόμα και για μικροπαραβάσεις του νόμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηδενική ανοχή